Παρασκευή 16 Απριλίου 2021

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ

 

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ Αναμνήσεις έντονες και συνάμα όμορφες από τα παιδικά μας χρόνια. Εικόνες σαν από καρτ ποστάλ από ένα υπέροχο τόπο. Αναμνήσεις μιας άλλης εποχής που δεν θα ξαναγυρίσει γιατί μεγαλώσαμε. Είμαστε σίγουροι ότι όλοι μας έχουμε πολλές. Μεγαλώσαμε σε χωριό όποτε τα πράγματα για όλους μας ήταν πολύ διαφορετικά από ότι ενός παιδιού που έζησε σε πόλη. Ελευθερία ,παιχνίδια, γέλιο, τι όμορφα χρόνια, ανέμελα, πόσες αναμνήσειςΚαι είναι αυτές οι φορές που μας έρχονται οι παιδικές θύμησες. Η νοσταλγία σε όλο της το μεγαλείο. Αλλά και η θλιβερή διαπίστωση πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα μέσα σε αυτά τα δεκάδες χρόνια. Πόσο μεγάλες είναι οι διαφορές. Εμείς ζήσαμε παιδικά χρόνια. Με την αθωότητά τους, την αγριότητά τους, την άγνοια, την απόλαυση, τη χαρά, την αφέλεια, την παιδικότητα. Και το κυριότερο; Εμείς στο χωριό, μεγαλώσαμε σε γειτονιές. Τότε δεν το εκτιμούσαμε όσο του άξιζε. Τώρα, ξέρουμε πόσο τυχεροί ήμασταν που μεγαλώσαμε σε χωριό. Σε χωριό τη δεκαετία του ’50, ‘60΄’70, ’80. Άλλη αίσθηση, πραγματικά. Και το κυριότερο, έχεις χορτάσει παιγνίδι. Θυμόμαστε μικροί που ήμασταν να μας λένε οι σοφοί μεγαλύτεροι πως μεγαλύτερη ευλογία από το να εκτιμάς αυτά που έχεις, δεν υπάρχει. Προσπαθούσαμε με το παιδικό μας μυαλό να κατανοήσουμε αυτό που μας έλεγαν, με το βλέμμα μας όμως πάντα στραμμένο προς τις μεγαλουπόλεις (έτσι έβλεπαν τα παιδικά μας μάτια ακόμη και μία μικρή κωμόπολη) που ανυπομονούσαμε να μεγαλώσουμε και να πάμε να ζήσουμε εκεί. Οπότε, πού προσοχή για να μπορέσουμε να καταλάβουμε την αξία αυτής της τόσο σοφής φράσης. 





















































«Ευλογία να εκτιμάς όσα έχεις. Ακόμη και αν αυτά είναι λίγα». Έχοντας περάσει τα χρόνια και μένοντας εδώ η μακριά από το χωριό μας, το μυαλό μας όλο πηγαίνει σε αυτό και στα παιδικά μας χρόνια. Ίσως να φταίει που έχουμε γίνει γονείς και καθώς μεγαλώνουν τα παιδιά μας, βλέπουμε πόσο σαρωτικά έχει μπει η τεχνολογία (τα πράγματα του διαβόλου, όπως έλεγε η γιαγιά μας σε κάθε τι καινούργιο που ερχόταν στο σπίτι) στη ζωή μας. Και όσο και αν θέλουμε να τα προστατεύσουμε από αυτό, μερικές φορές αισθανόμαστε να κατεβάζουμε τα χέρια παραδομένοι στον «εχθρό» .Θυμόμαστε να σκαρφαλώνουμε στις κορομηλιές, ροδιές, συκιές, κερασιές, μπορμοτσιαλιές και να κόβουμε όσα χωρούσε η μπλούζα μας και καθόμασταν για να τα φάμε. Έχουμε φάει χώμα. Τρώγαμε με βρώμικα χέρια. Τα φρούτα απλά τα σκουπίζαμε στη βρώμικη από σκόνη μπλούζα μας. Σκαρφαλώναμε στα δέντρα. Φτιάχναμε αυτοσχέδιες κούνιες στο δέντρο. Άκρως επικίνδυνες, αλλά τότε ούτε που το λογάριαζες αυτό. Πηγαίναμε με τη γιαγιά ή τον παππού να βοσκήσουμε τις κατσίκες ή τα πρόβατα. Τρέχαμε μέσα στα χωράφια, μας τσιμπούσαν τσουκνίδες και δακρύζαμε από το τσούξιμο. Δεν λογαριάζαμε αν εκεί υπήρχαν φίδια. Μαζεύαμε αγριολούλουδα, ξαπλώναμε στο χωράφι κάτω από παχύ ίσκιο και ακούγαμε τη γιαγιά ή τον παππού να μας λέει παλαιές ιστορίες. Θυμόμαστε που με τον πατέρα μας πηγαίναμε στο καφενείο και μας έπαιρνε σουβλάκι, στο μπακάλικο για παγωτό πατούσα, το Σικάγο, το Τόνκο ή το ξυλάκι με γεύση μπανάνα και σε σχήμα φάτσας. Μετράγαμε τα παγωτά ,τρώγαμε και δυο και τρία την ημέρα για να περάσουμε ο ένας τον άλλον. Εννοείται, ότι όλοι βάζαμε επιπλέον παγωτά στο μέτρημα. Αγοράζαμε γαριδάκια ( φοφίκο, φουντούνια, δρακουλίνια ) , τσίχλες, τσιγάρα( κάναμε ότι καπνίζαμε). Τρελαινόμασταν για τις Κόκο καραμέλες, που μας έδινε ο μπακάλης αντί για ρέστα και με το δάχτυλο καθαρίζαμε αυτή που είχε κολλήσει στον ουρανίσκο. Αηδιαστικό, έτσι; Τότε, όμως, δεν το υπολογίζαμε. Και σήμερα ως γονείς αν δούμε το παιδί να βάζει το χέρι στο στόμα, αρχίζουμε τις φωνές. Παίρναμε σοκολάτες ΙΟΝ και γλυφιτζούρια. Θυμόμαστε να παίρνουμε τα ποδήλατα μας και να  γυρίζουμε όλο το χωριό. Για να τα κάνουμε «αγωνιστικά» βάζαμε τσίγκινα κουτάκια από αναψυκτικό στο φτερό της πίσω ρόδας για να κάνουν τον απαραίτητο θόρυβο. Κόντρες, κολιές, ποδήλατο χωρίς να κρατάμε το τιμόνι, κατεβαίναμε τις κατηφόρες σαν σίφουνες, ματωμένα γόνατα. Η άγνοια κινδύνου σε όλο της το μεγαλείο. Δίναμε ραντεβού στο σταυροδρόμι με τα παιδιά της γειτονιάς και παίζαμε μέχρι να νυχτώσει και μας φώναζαν οι γονείς μας από τα μπαλκόνια. Τι ωραία χρόνια ήταν. Προ κινητών, γιατί τώρα η παιδική αθωότητα δυστυχώς αρχίζει να εξαφανίζεται. Τότε που ήμασταν άρρωστοι και μας κράταγε η μαμά σπίτι;  Τι χαρά κάναμε που δε θα πηγαίναμε σχολείο και λιώναμε όλη μέρα μπροστά στην τηλεόραση βλέποντας παιδικά, με την κουβέρτα κουκουλωμένοι. Τη μαμά μας, να μας φροντίζει, να μας μαγειρεύει ότι θέλουμε, αρκεί να φάμε έστω δυο μπουκιές. Και μας αγκάλιαζε σφιχτά και μας έλεγε, για να γίνουμε καλά, πρέπει να φάμε λίγο να δυναμώσουμε. Και το λίγο γινόταν πολύ και τρώγαμε μισό πιάτο! Το μπουγέλο που παίζαμε στις βρύσες του σχολείου όταν έφτανε το καλοκαίρι; Που πλακωνόμασταν στο ξύλο με τα αδερφάκια μας; Και άμα τα χτυπούσαμε δυνατά τους κλείναμε το στόμα με το χέρι, τους τάζαμε λεφτά για να μην το πουν στις μαμάδες. Τσακωνόμασταν με τις φίλες μας ή τους φίλους μας και λύναμε το πρόβλημα μετά μόνοι με ένα «φίλοι; Φίλοι». Οι μαμάδες δεν ανακατεύονταν σε αυτό, όπως τώρα. Τα κάλαντα(επί δραχμών βεβαίως-βεβαίως εποχή). Μιλάμε για χοντρό χρήμα! Άνοιγαν τα σπίτια και έδιναν όλοι πολλά χρήματα. Η τσάντα σου γέμιζε από τα λεφτά. Πήγαινες στο σπίτι σου ανά δίωρο να αδειάσεις γιατί ήταν ασήκωτη. Στο χωριό ξυπνούσαμε το πρωί, πίναμε το κατσικίσιο γάλα ή το κλασικό εβαπορέ που μεγάλωσε γενιές και γενιές, ντυνόμασταν και φεύγαμε για το παιγνίδι. Τηλέφωνα δεν υπήρχαν , αργότερα που βάλαμε τα σταθερά πάλι ,δεν παίρναμε ο ένας τον άλλον. Κι εννοείται ότι ποτέ δεν συνεννοούνταν οι μανάδες μας, αν θα έρθει ο ένας στο σπίτι του άλλου για να παίξουμε. Το ραντεβού κλεινόταν από εμάς τα ίδια τα παιδιά, από το προηγούμενο βράδυ που χωρίζαμε. Κι αν κάποιος αργούσε να έρθει, πηγαίναμε όλοι μαζί στο σπίτι του και τον παίρναμε. Συνήθως φωνάζαμε όλα μαζί από την αυλόπορτα. Αγόρια και κορίτσια ήμασταν όλοι μία παρέα. Ένα τσούρμο. Και παίζαμε τα πάντα. Ακόμη και ποδόσφαιρο. Συνήθως, τα κορίτσια έπαιζαν στο τέρμα ή παίζαμε αγόρια εναντίον κοριτσιών όπου γινόταν το έλα να δεις ή γειτονιά με γειτονιά ( απατινοί- κατινοί). Για γήπεδο πηγαίναμε στις αλάνες, χωράφια, στα οποία μόλις πέφταμε κάτω γρατζούνιζόμασταν παντού. Ήμασταν γεμάτοι σημάδια. Και όπως μας έλεγαν οι παλαιοί τότε, τα σημάδια δείχνουν ότι παίζουμε και χορταίνουμε παιχνίδι. Όταν βαριόμασταν το ποδόσφαιρο, παίζαμε αγώνες(τρέξιμο), κρυφτό, κυνηγητό, χαμένος θησαυρός, χαλασμένο τηλέφωνο, μακριά γαϊδούρα, τα μήλα, κουτσό, σχοινάκι, μπιζ, αγαλματάκια, κοροίδο, πεντόβολα, τυφλόμυγα, ρολόι, κολοκυθιά, τριότα, τσελίκα, κρυφτοντενεκές, τουφεκόξυλα, κλέφτες και αστυνόμοι, τόπα πάνινη- κλωτσοσκούφι, τσουβαλοδρομίες, τράμπαλα, γύρω-γύρω όλοι, γουρούνα, περνά- περνά η μέλισσα, πούν΄ το δαχτυλίδι, πετάει-πετάει, σβούρα, αμπάριζα, βαρελάκια, κρεμάλα, σφεντόνα, μαντηλάκι,φυσοκάλαμο, μπίλιες- βόλοι… Και σε κάθε παιγνίδι, κάναμε όλοι σαν μικροί Ούνοι. Φεύγαμε το πρωί από το σπίτι, γυρίζαμε το μεσημέρι για φαγητό, με το ζόρι κρατιόμασταν για λίγη ώρα στο σπίτι και μετά επιστροφή στο δρόμο για παιγνίδι μέχρι να βραδιάσει. Το βράδυ πάλι μαζευόμασταν τα παιδιά της γειτονιάς και λέγατε διάφορες ιστορίες, κυρίως τρόμου. Και αν φοβόταν κάποιος να πάει σπίτι, τον πηγαίναμε όλοι οι υπόλοιποι. Είχαμε κόντρες με άλλους μαχαλάδες. Πηγαίνατε για ψάρεμα, για να πιάσουμε βατράχια σε μπάρες. Είχαμε μεγαλώσει σε σπίτι όπου έμεναν μαζί και ο παππούς με τη γιαγιά. Το φαγητό του παιχνιδιού ήταν ψωμί με λάδι ,ζάχαρη και καφέ. Τα κορίτσια, όταν βαριόντουσαν να παίξουνε, κεντάγαμε. Όπως έλεγαν και οι μανάδες μας, έπρεπε να φτιάξουν την προίκα τους. Αγοράζανε Μανίνα και κόβαμε τα σιδερότυπα που είχε στο πίσω μέρος. Μία κούκλα με φορέματα. Τα κορίτσια ήταν κολλημένα με το Fame. Πόσο χορό ρίχνανε. Τα αγόρια βλέπανε φανατικά Ντιούκς, φτιάχναμε αυτοσχέδια βουναλάκια και τα πηδούσαμε, με το ποδήλατο σε ρόλο General Lee ουρλιάζοντας «ΙΙΙΙΙχα». Βλέπαμε Νιλς Χόλγκερσον. Όλες αυτές οι αναμνήσεις δεν λησμονιούνται, έρχονται απροειδοποίητα κι αφήνουν μια γλυκιά γεύση. Μεγαλώσαμε στο χωριό, κάναμε όνειρα. Κάποια από αυτά αστεία για τα ενήλικα μάτια μας, αλλά τόσο σπουδαία για το παιδί μέσα μας. Αναμνήσεις παιδικής εποχής, χαραγμένες βαθιά μέσα μας. Είμαστε τυχεροί που περάσαμε τα παιδικά μας χρόνια στο χωριό και πρέπει να είμαστε ευγνώμονες για τις όμορφες αναμνήσεις. Νοιώθουμε όμως λυπημένοι γιατί τα παιδιά μας τα περισσότερα από αυτά δε θα τα ζήσουν. Ωστόσο , είναι στο χέρι μας να τα δώσουμε λίγη μαγεία εκείνων των χρόνων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου